(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Ο πατέρας μου έχει ξυπνήσει πολύ πρωί γιατί ήταν ο μήνας της σποράς και θα πήγαινε να σπείρει το στάρι. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι όπως γίνεται τις μέρες της σποράς. Η μεγάλη μου αδελφή είχε βγάλει το σχολείο και θα πήγαινε να βοηθήσει το πατέρα μου. Ο αδελφός μου πήγαινε έκτη τάξη του δημοτικού κι ήταν στην Ε.Ο.Ν.του Μεταξά. Ήταν νομοταγής, φόραγε στολή μπλε και στις επωμίδες του είχε αστέρια. Χαιρετούσε με το δεξί χέρι τεντωμένο. Οι δυο μικρότερες αδελφές μου πήγαιναν σε μικρότερες τάξεις.
Όλες οι καμινάδες του χωριού βγάζαν καπνό και μυρουδιά από τραχανά. Τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα κάθε πρωί να πηγαίνουν ένα ξύλο στο σχολείο για να έχουμε για τη σόμπα. Πήρα το ξύλο μου στη μασχάλη και τη σάκα μου που μου είχε ράψει η μάνα μου από ύφασμα αργαλειού κι έφυγα τροχάδην για το σχολείο για να είμαι ο πρώτος και να πιάσω το χαρακωμένο καλόγερο που παίζαμε. Όποιος πήγαινε πρώτος τον διεκδικούσε.
Όταν έφτασα στο σχολείο μου βλέπω το δάσκαλο να είναι στη πόρτα και να κρατά στα χέρια του πολλά χαρτιά. Με φώναξε να πάω κοντά του κι είδα τα μάτια του κλαμένα. "Τι πάθατε κύριε;" ρώτησα και νόμισα πως πέθανε κάποιος δικός του. "Πρόσεξε καλά τι θα σου πω" μου είπε, "θα πάρεις αυτά τα χαρτιά και θα πας να τα κολλήσεις στη πόρτα του καφενείου και μετά θα χτυπήσεις τη καμπάνα και θα φωνάξεις ΠΟΛΕΜΟΣ, ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΊΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Ύστερα θα μαζέψεις τ΄ άλλα παιδιά του χωριού και θα πάτε όλοι στα χωράφια που σπέρνουν οι πατεράδες σας, και θα τους πείτε να γυρίσουν στο χωριό γιατί έχουμε πόλεμο" Με φίλησε κι έφυγε.
Όταν γύρισα στο χωριό έκανα όπως μου είπε ο δάσκαλος. Κόλλησα τα χαρτιά στη πόρτα του καφενείου, άρχισα να χτυπάω τη καμπάνα και να φωνάζω πόλεμος, γενική επιστράτευση!
Βρε κακό χρόνο νάχεις γιατί χτυπάς τη καμπάνα και δε πας σχολείο μου φώναζαν. Δεν έχουμε σχολείο γιατί γίνεται πόλεμος. Ποιος στου το είπε βρε αχρόνιαγο μου φώναζαν. Το είπε ο δάσκαλος.
Σε λίγο όλες οι γυναίκες που ήταν στο χωριό και δεν ήταν στα χωράφια μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Ξαφνικά ακούμε κάποιο μ΄ενα χωνί να φωνάζει "οι ιταλοί μας κήρυξαν το πόλεμο" Όλα τα σπίτια είχαν ένα μεγάλο χωνί που το χρησιμοποιούσαν στο μούστο και στο κρασί. Τρέξαμε πήραμε από ένα πήγαμε στα χωράφια και φωνάζαμε "οι ιταλοί μας κήρυξαν το πόλεμο"
Από δω και μετά εξελίχτηκαν σκηνές που δεν περιγράφονται. Ο Γιάννης δεν είχε ένα μήνα παντρεμένος. Η γυναίκα του τον τράβαγε από το σακάκι και φώναζε. Αυτός βγάζει το σακάκι και φεύγει κι εκείνη μένει μ΄ενα σακάκι στα χέρια της αδειανό να τον κοιτάει. Ένας άλλος αλλάζει παπούτσια με το πατέρα του γιατί του πατέρα του είναι φθαρμένα και του λέει "ευκαιρία είναι, εμένα θα μου δώσει η πατρίδα καινούργια". Στο χωριό μείναν ξαφνικά οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά. "
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΟΜΩΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε εδώ τις προτάσεις, τις σκέψεις, τις ιδέες, τις απόψεις, τα προβλήματα για ότι σας ενδιαφέρει.