Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: ΕΝΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Ιστορίες με ηθικό δίδαγμα
Ένας παλιός θρύλος λέει ότι στα χρόνια των κουρσάρων ο Κωνσταντής, που είχε πλουτίσει από την πειρατεία, μετανιωμένος από την κουρσάρικη ζωή του, πήρε απόφαση να εγκατασταθεί στη στεριά. Με δύο συντρόφους του λοιπόν και δύο μπαούλα γεμάτα χρυσά νομίσματα, ανέβηκε σε ένα ορεινό χωριό και παρουσιάστηκαν στο καφενείο σαν διώκτες των κουρσάρων που ο βασιλιάς τους αντάμειψε για τις υπηρεσίες τους. Για να καλοπιάσουν τους χωριανούς και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, άνοιξαν τα μπαούλα τους και τους μοίρασαν από τρία φλουριά. Τα χρήματα αυτά αναστάτωσαν το χωριό.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές για το χωριό. Ένας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε και τους αναστάτωσε. Κάθε χωριανός θεωρούσε καθήκον του να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Και έπεσαν όλοι τους με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν εκείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε έτσι το παζάρι ένα χρηματιστήριο εκείνου του καιρού.
Ο κυρ Σωκράτης με τον αδελφικό του φίλο Νικολό τριγύριζαν με τα σακούλια τους παράδες στο χέρι και έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι.
Ο μαυροπίνακας του σχολείου (το είχαν κλείσει από χρόνια) κουβαλήθηκε στην πλατεία στήθηκε κάτω από την κερασιά και ο Γιαννούλης Κουκουλής έγραφε τις πορείες των τιμών. Είχε την εντολή από την κοινότητα να πληροφορεί πρόθυμα όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν και έτσι μάθαιναν όλοι που βρισκότανε τα φασόλια, να πούμε, και αν συνέφερνε να κρατάει κανένας φασόλια στα χέρια του ή αν έπρεπε να τα δώσει και να πάρει ρεβίθια που έδειχναν αύξηση.
- Πού βρίσκεται η φακή Γιαννούλη;
- Δεκαπέντε παράδες το καντάρι.
- Δεκαπέντε; Τι λες βρε παιδί! Το πρωί δεν ήτανε δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί έγινε ζήτηση.
Ο κυρ Σωκράτης είχε αγοράσει όσα σακιά φακή βρήκε μπροστά του και τώρα που φακή; Και δεκάξι αν έδινες, ζήτημα αν θα έβρισκες. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν παρέκει να σκεφτούν και, σαν πονηροί που ήταν, αποφάσισαν να αγοράσουν φακή γιατί κάτι θα ήξερε ο κυρ Σωκράτης.
Έτσι όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στους δεκάξι, έπεσαν και αγόραζαν, έστησαν μάλιστα και καυγά ποιος να πρωτοπάρει.
Ο κυρ Σωκράτης μπήκε και αυτός στη μέση και είχε μια ύποπτη μεγάλη χαρά, που θα αγόραζε και επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε.
Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουν και αυτοί που το ‘χανε λαχτάρα και ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε.
Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες. Κανένας τους όμως δεν σκέφτηκε ετούτο. Πώς βρέθηκε τόση φακή στα χέρια του Νικολή η φακή αφού την είχε αγοράσει όλη ο κυρ Σωκράτης;
Κανένας; Όχι βέβαια. Βρέθηκε κάποιος να το σκεφτεί. Ο Καφετζής αλλά ήτανε πια αργά. Η φακή είχε πάρει τον κατήφορο και όταν οι καινούργιοι ιδιοκτήτες θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεφτά για να βγάλουν και αυτοί έναν παρά κέρδος, κανένας δεν αγόραζε.
Ο κυρ Σωκράτης που του λέγανε να πάρει, αποκρινόταν πως, τι να πάρει που καταστράφηκε από την καταραμένη φακή.
- Στα πόσα είναι τώρα κυρ Γιαννούλη; Ρώτησε με ένα θλιμμένο ύφος.
- Στα δώδεκα.
- Τα βλέπετε; στράφηκε στους χωριανούς. Κι όσο σκέφτομαι πως την αγόρασα στα δεκατρία! … Μην μου μιλάτε πλέον για φακή, αφήστε με στον πόνο μου.
Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη τους παρηγοριά ήτανε πως, αφού και ο κυρ Σωκράτης την έπαθε με τη φακή, τι μπορούσανε να κάνουν αυτοί;
Έτσι έβρισαν τη φακή, βλασφήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα.
Ο κυρ Σωκράτης βρέθηκε καλός και την αγόρασε.
- Και στα εννιά να μας την πλέρωνες κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη. Πάρτηνε και να μην την ξαναδούμε στα μάτια μας!
- Στα εννιά όχι, δεν σας την παίρνω, αποκρίθηκε με ύφος πατρικό! Στα δέκα θα σας την πάρω. Γιατί να χάσετε εσείς τη μπαγκανότα; Ας την χάσω εγώ, που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά!
Στα πατρικά τούτα λόγια ένιωσαν οι χωριανοί μια τέτοια εκτίμηση για τον άνθρωπο αυτό που μπορούσανε για χατίρι του να κάνουνε και φόνο.
Τραβήχτηκαν με σεβασμό παρέκει αφού του παρέδοκαν τη φακή κι όλη εκείνη τη μέρα μείνανε μακριά από τον πίνακα του Γιαννούλη.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν τα λειψά τους τα λεφτά και πολλές φορές έκοψαν το μέτρημα στη μέση, για να ορκιστούν πως δεν θα φάνε ποτέ στη ζωή τους φακή,
Την άλλη μέρα έριξαν όλο τους τον παρά στα φασόλια. Έπαιξαν με τα πάνω και τα κάτω σαν παλαβοί κι είχανε μια τέτοια μανία, σαν να ΄παιρναν εκδίκηση.
Ένα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν όλα τα όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά.
Ο παράς χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει που κρύφτηκε!

Από το παλιό βιβλίο της γλώσσας της ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού. Κείμενο του Κώστα Δ. Χατζηαργύρη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε εδώ τις προτάσεις, τις σκέψεις, τις ιδέες, τις απόψεις, τα προβλήματα για ότι σας ενδιαφέρει.