Οι δραστηριότητες της ΔΕΗ και των άλλων εξορυκτικών εταιρειών (ΛΑΡΚΟ, ΜΕΤΕ) που δρουν στην περιοχή μας, από φορείς ανάπτυξης της περιοχής τις περασμένες δεκαετίες, αποτελούν σήμερα τις κύριες αιτίες των κοινωνικών αντιδράσεων και των συγκρούσεων στην περιοχή μας.
Οι αντιδράσεις έχουν σαν κύριο λόγο την προστασία του περιβάλλοντος και εννοώ το περιβάλλον ως πολιτισμικό- οικονομικό – κοινωνικό σύστημα και τη διαχείρισή του.
Ποιοι όμως είναι οι παράγοντες που οδηγούν τις τοπικές κοινωνίες σε αντιδράσεις και συγκρούσεις εξ αιτίας των εξορυκτικών δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και των ιδιωτικών εταιρειών (ΜΕΤΕ, ΛΑΡΚΟ);
Πρώτος παράγοντας είναι η στάση των τοπικών κοινωνιών απέναντι στο ίδιο το περιβάλλον και στην προστασία του, που καθορίζεται από τις πολιτισμικές αντιλήψεις και την κουλτούρα της κάθε τοπικής κοινωνίας. Δεύτερος παράγοντας είναι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων στις τοπικές κοινωνίες. Τρίτος παράγοντας είναι ο τρόπος λήψης αποφάσεων για την ανάπτυξη των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Αυτοί είναι οι κυριότεροι παράγοντες, που καθορίζουν και τη στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντι στις εξορυκτικές δραστηριότητες που γίνονται στην περιοχή μας. Η στάση αυτή μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά του φόβου και της ανησυχίας για τις επιπτώσεις, μέχρι και την πλήρη και ανοιχτή αντίθεση.
Η περιοχή μας, εξ αιτίας των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ, θεωρείται μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιβαλλοντικά περιοχή. Η στάση της τοπικής κοινωνίας, όταν ξεκίνησε, πριν κάποιες δεκαετίες, αυτή η δραστηριότητα, χαρακτηριζόταν κυρίως από την επιβολή του οικονομικού οφέλους που θα απεκόμιζε η τοπική κοινωνία, σε βάρος της ποιότητας της ζωής των κατοίκων και του περιβάλλοντος. Σήμερα η στάση αυτή έχει αλλάξει. Το μονοσήμαντο και στρεβλό αυτό μοντέλο ανάπτυξης, αποδείχτηκε ότι οδήγησε την περιοχή μας, στο να κατέχει μια από τις ψηλότερες θέσεις στην ανεργία, αλλά παράλληλα το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής, έχουν δεχθεί τέτοια υποβάθμιση που, να θεωρούνται από τα πιο επιβαρημένα, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παράλληλα έχει αναπτυχθεί μια περιβαλλοντική κουλτούρα, υπάρχουν πια τα ερεθίσματα και το υπόβαθρο στους κατοίκους της περιοχής, που είναι ικανά να οδηγήσουν σε κινητοποιήσεις, αντιστάσεις και συγκρούσεις για την προστασία του.
Αλλά αν για τη βορειοανατολική πλευρά του νομού η εξορυκτική δραστηριότητα είναι φανερό και αποδεδειγμένα ότι προσφέρει μεγάλα οικονομικά οφέλη τόσο στην τοπική κοινωνία, όσο και στη ΔΕΗ, αλλά και στο κράτος, στη νότια πλευρά του νομού δραστηριοποιούνται ιδιωτικές εξορυκτικές εταιρείες (ΜΕΤΕ, ΛΑΡΚΟ), οι οποίες ελάχιστα προσφέρουν στην τοπική κοινωνία και το κράτος.
Στην πρώτη περίπτωση (ΔΕΗ) μπορούμε να κατανοήσουμε το λεγόμενο «Εθνικό συμφέρον», μπορούμε να διεκδικήσουμε την εφαρμογή των νόμων, των περιβαλλοντικών όρων και των αντισταθμιστικών οφελών για την περιοχή μας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βρισκόμαστε αλληλέγγυοι με αυτούς που θα δεχτούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις. Οι οικισμοί της Ακρινής, του Αγίου Δημητρίου της Ποντοκώμης και της Μαυροπηγής πληρώνουν το τίμημα με την υγεία των κατοίκων τους, με την απόλυτη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους και του περιβάλλοντος, με τον ξεριζωμό τους για δεύτερη φορά μέσα σε 100 χρόνια. Αυτό το τίμημα συμπληρώνεται τώρα με διωγμούς όσων αντιδρούν, με φυλακίσεις και τρομοκρατία.
Ηθικός και φυσικός αυτουργός αυτών των συγκρούσεων είναι η ΔΕΗ και απέναντί της πρέπει να βρει το σύνολο της κοινωνίας μας.
Στη δεύτερη περίπτωση (ΛΑΡΚΟ, ΜΕΤΕ), που δραστηριοποιούνται στην περιοχή Σερβίων, έχουμε να κάνουμε μια με εντελώς διαφορετική περίπτωση. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ. Άφησε ξαφνικά στην ανεργία δεκάδες εργαζόμενους, τους έχει απλήρωτους μισθούς, οδήγησε επαγγελματίες σε απόγνωση. Περιβαλλοντικά αφήνει πίσω της ένα σεληνιακό τοπίο, χωρίς να προβεί σε καμία αποκατάσταση του χώρου.
Στην περίπτωση της ΜΕΤΕ έχουμε να κάνουμε με την εισβολή μιας ιδιωτικής εταιρείας στις ιδιοκτησίες των κατοίκων της περιοχής. Έχουμε να κάνουμε με την καταστροφή της περιοχής στο βωμό μιας πολύ πρόσκαιρης ανάπτυξης (η εξορυκτική δραστηριότητα της εταιρείας θα διαρκέσει μέχρι το 2017). Χρόνος όμως ικανός για να καταστρέψει τον κοινωνικό – οικονομικό ιστό της περιοχής. Εδώ όχι μόνο δεν θα έχουμε ανάπτυξη και απασχόληση, αλλά θα οδηγηθούμε σε πλήρη περιβαλλοντική καταστροφή και στην οριστική ερήμωση της περιοχής. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των περιουσιών, που γίνονται, χωρίς να έχουν πεισθεί οι κάτοικοι, ποιο είναι το «Εθνικό συμφέρον» που θα εξυπηρετήσουν, τους οδηγεί σε κοινωνικές αντιστάσεις και συγκρούσεις. Η «ενίσχυση του ανταγωνισμού, της διαφάνειας, της αναπτυξιακής προοπτικής σε όλους τους κλάδους ενέργειας, η οικονομική λύση για τους παραγωγούς ενέργειας και της εθνικής οικονομίας» που επικαλείται ο υφυπουργός ανάπτυξης με την ανακοίνωση, για την έγκριση της ΜΠΕ για το ορυχείο «Προσηλίου», δεν πείθουν κανέναν.
Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις στην περιοχή, για να μην επεκταθεί το ορυχείο και να αρθεί η Οριστική Παραχώρηση Ν. 63. Όμως με τις ενέργειές τους (έγκριση ΜΠΕ), θεσμικοί φορείς και πολιτικοί παράγοντες, θα είναι οι ηθικοί αυτουργοί των επερχόμενων συγκρούσεων. Είναι καιρός να αντιληφθούν ότι με τις πράξεις τους οδηγούν τις τοπικές κοινωνίες σε αντιδράσεις και συγκρούσεις.
Κοινός παρονομαστής, της ΔΕΗ και των εταιρειών ΛΑΡΚΟ και ΜΕΤΕ, είναι η συμπεριφορά τους απέναντι στις τοπικές κοινωνίες. Περιφρονούν και απαξιώνουν τη θέληση της τοπικής κοινωνίας. Αδιαφορούν για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων και του περιβάλλοντος. Και το χειρότερο αδιαφορούν για τους υπαρκτούς φόβους των κατοίκων, όπως είναι η διάσπαση του κοινωνικού ιστού των κοινωνιών, η καταστροφή των οικισμών και η απώλεια των περιουσιών.
Πολύ βαρύ, λοιπόν, το τίμημα των εξορυκτικών δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και των ιδιωτικών εταιρειών (ΛΑΡΚΟ, ΜΕΤΕ) που καλείται να πληρώσει η περιοχή μας. Στον αντίποδα πολύ μικρή, και μελλοντικά πολύ μικρότερη, θα είναι η συνεισφορά τους στην ανάπτυξη της περιοχής και την απασχόληση. Γιαυτό και οι αντιδράσεις τις τοπικής κοινωνίας θα συνεχίζονται και οι συγκρούσεις θα αυξάνονται.
Είναι καιρός, πλέον, να επαναπροσδιορίσουμε το μοντέλο ανάπτυξης της περιοχής.